- τικτικός
- τικτικός, zum Gebären gehörig, förderlich dabei
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τικτικός — και τεκτικός, ή, όν, Α [τίκτω / τέκος] 1. αυτός που ανήκει, ή αναφέρεται στον τοκετό ή είναι χρήσιμος και κατάλληλος για τον τοκετό 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τικτικόν (ενν. φάρμακον) φαρμακευτικό παρασκεύασμα που χορηγείται στις επιτόκους … Dictionary of Greek
τικτικόν — τικτικός of masc acc sg τικτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τικτικαί — τικτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκτικός — ή, όν, Α βλ. τικτικός … Dictionary of Greek